- βαφτιστής
- και βαπτιστής, ο (AM βαπτιστής)1. αυτός που βαφτίζει κάποιον2. ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που βάφτισε τον Χριστό («Άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή Κυρίου», «τοῡ ἁγίου ἐνδόξου Προδρόμου και Βαπτιστοῡ Ἰωάννου»)νεοελλ.Βαπτιστές, οιονομασία διαφόρων προτεσταντικών ομολογιών, κατά τις οποίες ο νηπιοβαπτισμός είναι ανυπόστατος γιατί ο βαπτιζόμενος δεν έχει συναίσθηση των ευθυνών του απέναντι στον Χριστό.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαφτιστής < βαπτιστής < βαπτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.